ΜΕ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΗΔΗ ΜΑΙΝΕΤΑΙ

ΜΕ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΗΔΗ ΜΑΙΝΕΤΑΙ
ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΣ ΤΩΡΑ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΥΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ΦΩΝΗ ΕΛΛΗΝΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΧΤΑ…

ΠΕΦΤΟΥΝ ΚΑΙΡΟΙ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ…


Μη σας ξεγελούν οι δημοσιογράφοι του κατεστημένου (τα παπαγαλάκια) και οι πολιτικοί της συναίνεσης (οι πολιτικάντηδες). Αυτοί θα τρώνε πάντα με χρυσά κουτάλια και έχουν ήδη βολέψει δέκα γενεές απογόνων… Ακούστε μόνο την ψυχρή λογική σας, την ανόθευτη συνείδησή σας (αν είστε βέβαια ακομμάτιστοι). Σκεφθήτε απλώς τα παιδιά σας μεθαύριο.

Από τις υπερκόσμιες κραυγές της καταστροφής και της χρεωκοπίας (μια προσχεδιασμένη πίεση από ΗΠΑ και Ε.Ε. που χρωστούν επίσης στα ολίγα αφεντικά, στους περιτετμημένους διεθνείς Τραπεζίτες) περνάμε στην αλληλεγγύη και στην στήριξη της Ελλάδος. Γιατί; Πώς και άλλαξαν στάση οι πάτρονες; Μα γιατί παίρνουμε επιτέλους τα «ενδεικνυόμενα» μέτρα. Τα μέτρα φτώχειας και εξαθλίωσης και εξευτελισμού των Ελλήνων.

Δεν πρόκειται για αναπτυξιακή εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών μας πηγών, εξαγωγικές δραστηριοποιήσεις ελληνικών εταιρειών, προγράμματα εντόπιας παραγωγής για μείωση εισαγωγών. Όχι. Το πρόβλημα ήταν ο ατίθασος Έλληνας και πώς θα τον ζέψουνε στο κάρο της Παγκοσμιοποίησης και του Πολυπολιτισμού. Πώς θα του φορέσουν τον χαλκά στον σβέρκο. Πώς θα του αφαιρέσουνε τις αξίες των προγονικών του καταβολών. Πώς θα του κλέψουνε τα κεκτημένα με αγώνες και θυσίες, από την εδαφική ακεραιότητα έως την κυριαρχία και την αξιοπρέπεια. Από Έλληνας λοιπόν γραικύλος, από Ελεύθερος δούλος, από Οικοκύρης γύφτος, σαν και τους νέους «υπηκόους» μας (σκλάβους μετανάστες) της λαθρο-μπανανίας των νεοταξιτών δοσιλόγων. Έτσι μούρχεται να πάρω τα βουνά, να μη βλέπω την κατάντια των ελληνικών πόλεων, να μην αισθάνομαι την ραγιαδοποίηση των συμπατριωτών μου, να μην ακούω την υποκρισία των «ταγών».

Έρχονται χρόνια δίσεχτα, πέφτουν καιροί οργισμένοι… διαβάζω στον προφήτη-ποιητή του Γένους, και δακρύζω, υψιπετώ, και χαιρετίζω την Κλωθώ Ζωή. Αλίμονο στους άκληρους, στους άκαπνους, στους δούλους:


Παιδί, τό περιβόλι μου πού θά κληρονομήσεις,
ὅπως τό βρεῖς κι ὅπως τό δεῖς νά μήν τό παρατήσεις.
Σκάψε το ἀκόμα πιό βαθιά καί φράξε το πιό στέρεα,
καί πλούτισε τή χλώρη του καί πλάτυνε τή γῆ του,
κι ἀκλάδευτο ὅπου μπλέκεται νά τό βεργολογήσεις,
καί νά τοῦ φέρνεις τό νερό τ' ἁγνό τῆς βρυσομάνας.


Κι ἄν ἀγαπᾶς τ' ἀνθρωπινά κι ὅσ' ἄρρωστα δέν εἶναι,
ρίξε ἁγιασμό καί ξόρκισε τά ξωτικά, νά φύγουν,
καί τή ζωντάνια σπεῖρε του μ' ὅσα γερά, δροσάτα.
Γίν' ὀργωτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

Κι ἄν εἶναι κι ἔρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ὀργισμένοι,
κι ὅσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι ὅσα δέντρα
γιά τίποτ' ἄλλο δέ φελᾶν' παρά γιά μετερίζια,
μή φοβηθεῖς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!


Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε τό περιβόλι, κόφ' το,
καί χτίσε κάστρο ἀπάνου του καί ταμπουρώσου μέσα,
γιά πάλεμα, γιά μάτωμα, γιά τήν καινούργια γέννα,
π' ὅλο τήν περιμένουμε κι ὅλο κινάει γιά νἄρθει,
κι ὅλο συντρίμι χάνεται στό γύρισμα τῶν κύκλων.
Φτάνει μιά ἰδέα νά στό πεῖ, μιά ἰδέα νά στό προστάξει,
κορώνα ἰδέα, ἰδέα σπαθί, πού θἆναι ἀπάνου ἀπ' ὅλα.


Κωστῆς Παλαμᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου